μαιμῶ — μαιμάω to be very eager pres imperat mp 2nd sg (epic) μαιμάω to be very eager pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μαιμάω to be very eager pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μαιμάω to be very eager imperf ind mp 2nd sg (epic) μαιμάζω fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιμάζω — (Α) μαιμώ* («ἡ ὄρεξις ὥσπερ ἔτι, λιμώττουσα μαιμάζει», Φιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαιμῶ* κατά τα ρ. σε ζω] … Dictionary of Greek
μαιμώσσω — (Α) επιθυμώ σφοδρά, μαιμώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαιμῶ, που εμφανίζει επίθημα ώσσω, ρημάτων δηλωτικών ασθένειας (πρβλ. λιμ ώσσω)] … Dictionary of Greek
αναμαιμάω — ἀναμαιμάω (Α) (για φωτιά) επεκτείνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μαιμῶ «μαίνομαι, κινούμαι ορμητικά»] … Dictionary of Greek
μαιμάσσω — (AM) 1. μαιμώ* 2. προκαλώ τρόμο σε κάποιον, τρομάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαιμάω* που εμφανίζει επίθημα (ά)σσω (πρβλ. λαιμ άσσω)] … Dictionary of Greek
μαιμάχης — (Α) (κατά τον Ζωναρά) «ὑβριστής». [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιμῶ, με ανερμήνευτο δασύ φθόγγο] … Dictionary of Greek
μώμαι — μῶμαι, άομαι (Α) (ποιητ. τ. τού μαίομαι*) 1. ποθώ, επιζητώ 2. μελετώ, έχω σκοπό, προτίθεμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει πιθ. την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα (* mō ) τής ΙΕ ρίζας *me «επιθυμώ σφοδρά» και συνδέεται με τα ρ. μαίομαι και μαιμῶ, άω… … Dictionary of Greek
περιμαιμώ — άω, Α 1. αναζητώ κάτι κοιτώντας ολόγυρα 2. αναζητώ επίμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μαιμῶ «επιθυμώ, λαχταρώ»] … Dictionary of Greek